-
1 λαβή
λαβή, ἡ (λαβεῖν), 1) Alles, womit man Etwas anfassen kann, Griff, Henkel, λαβαὶ ἀμφίστομοι am κρατήρ, Soph. O. C. 473, s. ἀμφίστομος; – μαχαιρῶν, Degengefäß, Griff, Dem. 27, 20; λαβὰς ποιεῖν τοῖς κράνεσιν, Ar. Pax 1258. – In der Fechtersprache, λαβὴν ἐνδοῦναι u. παραδοῦναι, παρέχειν, eine Blöße geben, eine Stelle des Leibes bloßgeben, an der ihn der Gegner fassen kann, ὥςπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λαβὴν παρέχει Plat. Rep. VIII, 544 b; ὡς ἅπαξ λαβὴν παρέδωκεν Ar. Nubb. 551; τὴν πρώτην λαβὴν ἐνδοῦναί τινι, Luc. Hermot. 73; ὡς εἰ νῦν διαφύγοι λαβὴν ἑτέραν οὐ παρέξοντα, Plut. Coriol. 39 u. öfter; περὶ μὲν τούτου εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς ἐλήλυϑας, Plat. Phaedr. 236 b; vgl. Plut. εἰς λαβὰς ἥκων καὶ γεγονὼς ἐντὸς ἀρκύων, Lucull. 3; ὡς δεινὸς ἀϑλητὴς λαβὴν ζητῶν, Fab. 5; auch im freundlichen Sinne, ταῖς φιλικαῖς λαβαῖς ὁ οἶνος ἁφὴν ἐνδίδωσι, Symp. 4 prooem. – 2) das Nehmen, τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 913; = λῆψις, Poll. 2, 155. – Auch feindliches Angreifen, bes. Anfall einer Krankheit, Gal.; = μέμψις, Suid.; εἰς λαβὰς ἐμπεσούμενος ἀκερδεστάτους, Ael. N. A. 3, 23. – 3) übh. Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμή, VLL.; λαβἡν ἀποδίδωσιν ἡμῖν ὁ λόγος, Plat. Legg. III, 682 e. Vgl. die unter 1 angeführten Beispiele
-
2 λαβή
A handle, haft,λάβαν τὼ ξίφεος Alc.33.2
, cf. D.27.20, etc.; λαβαὶ ἀμφίστομοι, of a cup, S.OC 473, cf.Ar. Pax 1258.II as a pugilistic term, grip, hold, βελτίων οὐκ ἔστιν ἐν μάχαις λ. πώγωνος Alexander Magnusap.Plu.2.18ob, cf. Plu.Thes.5;ὥσπερ ἀθλητὴς λ. ζητεῖν Id.Fab.5
: metaph.,τὰς λ. τοῦ φαρμάκου Gal.11.426
.III metaph., handle, occasion,μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', ἐπειδή σοι λ. δέδωκεν Ar.Eq. 841
; λ. γὰρ ἐνδέδωκας ib. 847, cf. Lys. 671, D. Prooem.2;ὡς ἅπαξ παρέδωκεν λ. Ar.Nu. 551
;ὥσπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λ. πάρεχε Pl.R. 544b
;ὁ λόγος ἡμῖν οἷον λ. ἀποδίδωσιν Id.Lg. 682e
;λ. παραδιδόναι εἰς ἔλεγχον Plu.Cic.20
;εἰλημμένος ἣν προσήκει λ. ὑπὸ φιλοσοφίας Id.2.78b
;εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον Nicoch. 3
D.: so in pl.,τὰς ὁμοίας.. λ. λαβεῖν A.Ch. 498
;εἰς τὰς ὁμοίας λ. ἐλήλυθας Pl.Phdr. 236b
; ap. Plu.2.452d, cf. D.L.4.10; ἐν λαβαῖς εἶναι or γενέσθαι to be at grips, of wrestlers, Plu.Eum.7, 2.979a;εἰς λαβὰς ἥκειν Id.Luc.3
; of an orator,ἀφύκτους [δεῖ εἶναι] τὰς λ. D.H.Dem.18
, cf. 20; λαβὰς ἀντιλογίας διδόναι opportunities for refutation, Id.Rh.8.15; also in friendly sense,φιλικαὶ λ. Plu.2.660b
.IV attack of fever, Hp. ap. Gal.19.116.VI turn, of a bandage, Id.10.432.VII Anat., in pl., insertions, attachments of muscles, Id.18(2).1006. -
3 ἀμφί-στομος
ἀμφί-στομος ( στόμα), 1) mit doppelter Mündung, ὄρυγμα Her. 3, 60; ϑυρίδες, Zellen der Bienen, Arist. H. A. 9, 40; ἀμφίστομοι λαβαὶ κρατήρων, die Griffe an den beiden Seiten an Mischkrügen, Soph. O. C. 474 (ἢ ἀμφοτέρωϑεν ἐστομωμένας ἢ διὰ τὸ ἑκατέρωϑεν τοῦ στόματος εἶναι ἢ πρόσωπα ϑηρίων ἑκατέρωϑεν ἐχούσας). – 2) zweischneidig, πέλεκυς, Sp.; φάλαγξ Arr. 5, 17, 1, eine Schlachtordnung mit doppelter Front, wo die Reihen vorn u. hinten zum Angriff bereit sind; vgl. Polyaen. 1, 49, 2; τάξις Pol. 2, 28; πλινϑίον Plut. Crass. 23; πλαίσιον Sol. an. 29, wonach sie quadratisch ist.
См. также в других словарях:
αμφίστομος — η, ο (Α ἀμφίστομος, ον) αυτός που έχει δύο στόμια μσν. (για μαχαίρι ή σπαθί) δίστομος, δίκοπος αρχ. 1. (ως στρατ. όρος) λέγεται για παράταξη στρατιωτών με μέτωπο εμπρός και πίσω 2. (ειδ. χρ.) «ἕκτορες ἀμφίστομοι», άγκυρες με δύο όνυχες «θυρίδες… … Dictionary of Greek